Α.Ρ.Δ. – Έλαβον 23,48%

Περί συνθημάτων, αλητείας, ρουφιανιάς και δημοσιογραφίας το ανάγνωσμα. Ή αλλιώς γιατί το Αλήτες Ρουφιάνοι Δημοσιογράφοι, που μόνο χθεσινό δεν είναι, όχι μόνο εκφράζει την πραγματικότητα, αλλά είναι και απολύτως απαραίτητο να το αφουγκραστούν οι αποδέκτες του. Για την ιστορία του συνθήματος, και όχι μόνο, σας παραπέμπω στο «Ενός συνθήματος μύρια έπονται» (mao.gr)

Έστω ότι μόνο 30 στους 100 χειρουργούς όχι μόνο κάνουν λάθος τη δουλειά τους, αλλά σκοτώνουν σκόπιμα τον ασθενή. Έστω ότι μόλις 1 στους 30 τους, το κάνει επειδή κερδίζει άμεσα από το θάνατο του ασθενή και οι υπόλοιποι 29, επειδή αν δεν το κάνουν, θα χάσουν τη δουλειά τους. Πώς θα χαρακτηρίζατε, όχι αυτόν τον έναν, αλλά τους υπόλοιπους 29; Ποιος θα επικαλούνταν το επιχείρημα ότι «η μειοψηφία των χειρουργών σκοτώνουν τον ασθενή τους» και «η πλειονότητα κάνει σωστά τη δουλειά της»; Πώς θα χαρακτηρίζατε αυτόν που θα μπορούσε να επικαλεστεί μία τέτοια λογική μπροστά σε μία επιχείρηση εκατόμβης;

Μη σπεύσετε να χαρακτηρίσετε το παράδειγμα υπερβολικό και να ισχυριστείτε πως ο δημοσιογράφος έχει μικρότερες ευθύνες από έναν γιατρό για τις τύχες των ανθρώπινων ζωών. Απλά σας εντυπωσιάζει η αμεσότητα της συνέπειας του εκούσιου ή ακούσιου «λάθους» του γιατρού. Η αλήθεια είναι ότι οι επιπτώσεις της δημοσιογραφικής εργασίας στην τύχη ολόκληρης της κοινωνίας είναι ισχυρές, πολύπλοκες και ενίοτε περισσότερο θανατηφόρες από τα ιατρικά ατυχήματα στα νοσοκομεία. Όπως ακριβώς των πολιτικών και των δικαστών. Αν λοιπόν για τους δικαστές δεν δικαιολογείται ούτε ένας στους εκατό να βγάζει άκυρες αποφάσεις (σ.σ. για δοκιμάστε να επικαλεστείτε το επιχείρημα της «πλειονότητας» στις δικαστικές αποφάσεις, πόσο παράλογο σας ακούγεται;), το ίδιο ισχύει και για τους δημοσιογράφους. Δεν δικαιολογείται ούτε ένας στους εκατό να διαστρεβλώνει και δημιουργεί πλαστή πραγματικότητα, να αποκρύπτει την αλήθεια, να σπιλώνει συνειδήσεις, να στιγματίζει κοινωνικές και φυλετικές κατηγορίες ανθρώπων, να εκβιάζει, να καταδίδει. Κι αν το κάνει έστω και ένας, τότε η υποχρέωση των υπολοίπων 99 είναι να τον πετάξουν σαν την τρίχα από το γάλα.

Τι από τα παραπάνω συμβαίνει στην ελληνική πραγματικότητα; Θέλετε να πιστέψω ότι μόνο τρεις στους δέκα δημοσιογράφους, είτε από ίδιον όφελος είτε από φόβο να χάσουν τη δουλειά τους, εγκληματούν με αυτόν τον τρόπο; Να το πιστέψω λοιπόν. Να πω μάλιστα ότι μόνο δύο στους δέκα εγκληματούν. Είναι μικρό το ποσοστό; Ισχύει το υπέρτερο της πλειονότητας των «καλών και αγαθών» επαγγελματιών; Τι ακριβώς κάνουν αυτοί οι υπέρτεροι «καλοί τε και αγαθοί» δημοσιογράφοι, για το απόστημα; Έχουν ή όχι συνευθύνη; Αρκεί το «ΕΓΩ κάνω σωστά τη δουλειά μου» που σημαίνει -μεταξύ άλλων- «να πάνε οι άλλοι να γαμηθούν»;

Η συλλογική ευθύνη είναι όντως φασιστική και τελικά καλύπτει τους πραγματικά υπαίτιους. Η συλλογική ευθύνη όμως σημαίνει ταυτόχρονα εξίσωση στην απόδοσή της σε όλους. Όταν όμως, στα δεκάδες παραδείγματα καθημερινής δημοσιογραφικής αλητείας που -προλαβαίνω- να εντοπίσω και να αναφερθώ, μιλώ για ευθύνες των υπολοίπων στο εκάστοτε μέσο, ούτε μία φορά δεν γίνεται με ισοπεδωτικό τρόπο. Πάντα αποδίδω το -κατά την άποψή μου- μέρισμα της ευθύνης, για την μεγάλη εικόνα του μέσου, στους φορείς του. Από τον μιντιάρχη, έως τον επιμελητή κειμένων. Επιμένοντας στους «καλούς και αγαθούς που κοιτούν τη δουλειά τους», χωρίς να κατανοούν ότι η ανοχή τους είναι κινητήριος δύναμη της αλητείας των «άλλων».

Πότε ο δημοσιογραφικός κλάδος οργάνωσε διαμαρτυρία για το επίπεδο κιτρινισμού στα ελληνικά media; Πότε για τις συνθήκες εργασίας και τους εκβιασμούς της εργοδοσίας, έξω από τα πλαίσια κινητοποίησης για κάποιες συγκεκριμένες απολύσεις; Πότε για τα θύματα του καθημερινού στιγματισμού από σελίδες εφημερίδων και κανάλια, είτε αυτά είναι κοινωνικές τάξεις, είτε φύλα και φυλές, είτε ακόμη πρόσωπα; Πότε εργαζόμενος σε γραφείο τύπου κάποιου εξουσιαστή, έφαγε κλωτσιά από το αρμόδιο δημοσιογραφικό όργανο;  Πότε έστω κι ένας επιφανής ρουφιάνος, ή αλήτης, ή συνδυασμός των δύο, δημοσιογράφος, εκτοπίστηκε πραγματικά από το σινάφι του; Πόσοι δημοσιογράφοι παρακολουθούν τις σποραδικές και συχνά κατ’ επίφαση εκδηλώσεις της ΕΣΗΕΑ για τα θέματα αυτά; Οι ίδιοι πέντε-δέκα είναι. Για να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι στο κοινό θα βρεις περισσότερους μπλόγκερ και πολίτες-δημοσιογράφους, παρά επαγγελματίες.

Και μην βαυκαλίζεστε. Η δημοσιογραφία δεν ελέγχει την εξουσία, πλην ελαχίστων λαμπρών εξαιρέσεων που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Η δημοσιογραφία -ειδικά στην κλασική της έντυπη μορφή- είναι εκ των πραγμάτων μορφή εξουσίας. Συν τοις άλλοις όμως, στην Ελλάδα και παντού, είναι αναπόσπαστο τμήμα της κεντρικής εξουσίας.

«Αντιεξουσιαστής προκάλεσε το θάνατό του»

Συνηθίζουμε να μουτζώνουμε τον Πρετεντέρη στο δέκτη μας, ή να επιρρίπτουμε τις δημοσιογραφικές αθλιότητες στον όμιλο Μπόμπολα, τον Ψυχάρη ή τον Αλαφούζο και ξεχνάμε τον «αφανή ήρωα» της ενημερωτικής παραμόρφωσης. Τον εργαζόμενο των 300 ευρώ. Θεωρούμε ντε φάκτο -κι αυτό είναι ένα γενικότερο πρόβλημα της Αριστεράς- ότι ο «μεροκαματιάρης» δεν φέρει καμία ευθύνη, λόγω ταξικής θέσης. Ο Πρετεντέρης όμως, ή η Τρέμη, είναι τα πρόσωπα που αγαπάμε να μισούμε γιατί -συν τοις άλλοις- είναι χρυσοπληρωμένες στελεχάρες. Ο Μπόμπολας από την άλλη είναι ο εθνικός εργολάβος και ο Ψυχάρης εθνικός μιντιάρχης. Άρα εκ των πραγμάτων μισητά πρόσωπα. Τι ισχύει όμως για την βάση των άγνωστων και πολύ συχνά -από κεντρική πολιτική του μέσου- ανώνυμων συντακτών και ρεπόρτερ; Ειδικά σε αυτή την καινούρια σαλάτα των διαδικτυακών μίντια, όπου κάποια από τα πιο συστημικά μέσα διαθέτουν παραρτήματα που πλασάρονται ως εναλλακτικά.

skai_xeftiles

Όσο και να μη θέλουν οι «καλοί τε και αγαθοί» δημοσιογράφοι να το παραδέχονται δημοσίως, μία μεγάλη μάζα κωπηλατών σε αυτά τα μέσα, είτε αδιαφορεί για την είδηση, είτε λειτουργεί σαν ζηλωτής, προκειμένου να κερδίσει κάποια στιγμή ένα ξεροκόμματο. Πολύ εύκολα θα βρεις 22χρονο ψαράκι πρετεντερικότερο του Πρετεντέρη. Το παράδειγμα της ανώνυμης ανάρτησης του διαδικτυακού Σκάι με τον Τούρκο «αντιεξουσιαστή» να προκαλεί το θάνατό του είναι απλά ενδεικτικό. Κανένας Αλαφούζος δεν κατέβηκε από το πάνω πάτωμα για να δασκαλέψει τον υποαμοιβόμενο (και πάντα ανώνυμο) συντάκτη της είδησης. Καμία στελεχάρα του Φαλήρου δεν πήγε να του πληκτρολογήσει τον άθλιο τίτλο και τις ακόμη αθλιότερες αράδες της εισαγωγής. Ήταν πεποίθηση κάποιου -πιτσιρικά κατά πάσα πιθανότητα- ότι έτσι πρέπει να γράφονται οι ειδήσεις στο μέσο όπου εργάζεται. Ας αντιληφθούμε κάποια στιγμή ότι ο επαγγελματικός εκφυλισμός δεν έρχεται κατ’ ανάγκη με τα χρόνια και τη θέση. Συχνά πυκνά έρχεται έτοιμος στο πακέτο του νεοδιόριστου. Γιατί αυτό έμαθε στη σχολή (βλ. Εργαστήρι Δημοσιογραφίας «Η Παναγιά μαζί μας»). Αυτό από τους φίλους και τις συναναστροφές του.

Απλώς, όσο η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών ζούσε την χαριτωμενιά των Ολυμπιακών Αγώνων και τον λαϊκό καπιταλισμό του Χρηματιστηρίου, ουδείς έδινε μεγάλη σημασία σε αυτά. Άλλωστε τα ορατά θύματα τότε της κίτρινης δημοσιογραφίας ήταν μεμονωμένα ή απλά οι «ξένοι». Τώρα όμως που η οικονομική κρίση αποκάλυψε την κοινωνική γύμνια, οι όροι άλλαξαν ραγδαία και ο κανιβαλισμός τείνει να καταντήσει εθνικό σπορ. Σε αυτήν την βαθιά πολωμένη κοινωνία, κανείς δεν μπορεί να παριστάνει ούτε τον ανίδεο, ούτε τον αθώο. Πολύ δε περισσότερο όταν μιλάμε για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, που συνεχίζει κλιμακούμενα να γίνεται μεθοδικά και επιστημονικά.

Όταν σήμερα για ψύλλου πήδημα, 20χρονα παιδιά σέρνονται στη ΓΑΔΑ και καθίστανται αυτόματα σεσημασμένοι, κανένα δημοσιογραφικό τσογλανάκι δεν δικαιούται, μεταφέροντας την είδηση στις σελίδες του εντύπου του ή του ιστότοπού του, να του φοράει  και την κουκούλα από πάνω. Κανένας. Στις ημέρες μας η δημοσιογραφική αλητεία μετριέται με όρους καταστροφής και ενίοτε θανάτου. Κατά συνέπεια η ανοχή θα έπρεπε να είναι ακόμη μικρότερη από ό,τι στις χαλαρές εποχές του «ευρωοικονομικού θαύματος». Κι όμως. Συμβαίνει το αντίθετο. Ακόμη περισσότεροι αναλογικά, από τους λιγοστούς που άλλωστε έχουν απομείνει στα μέσα, σπεύδουν να οικειοποιηθούν τέτοιες πρακτικές στοχοποίησης. Είτε μιλάμε για κατά παραγγελία ρεπορτάζ, είτε ακόμη -χειρότερα- για αυτόβουλες πράξεις. Το κωμικοτραγικό σε αυτό το σημείο είναι ότι αρκετοί από τους υποτακτικούς των ΜΜΕ, μετατρέπονται σε επαναστάτες όταν χάσουν τη δουλειά τους, για να ξαναμεταμορφωθούν σε δημοσιογραφικούς τζιτζιφιόγκους όταν βρουν τρίωρη εκ περιτροπής εργασία σε διαδικτυακό παραμάγαζο. Φτάσαμε στο σημείο που η ξερή αντιγραφή από το ΑΠΕ, είναι το «καλό σενάριο».

Να με συμπαθάτε λοιπόν. Δεν είμαι διόλου ψύχραιμος με τους «καλούς τε και αγαθούς» επαγγελματίες δημοσιογράφους που «κοιτάνε τη δουλίτσα» τους και δεν συγκρούονται έμπρακτα και ανοικτά με τα κακώς κείμενα του κλάδου τους. Στο γενικευμένο και επιβαλλόμενο κανιβαλισμό σε ένα εκτροφείο ναζισμού όπως η Ελλάδα, δεν υπάρχουν τέτοιες πολυτέλειες. Συγνώμη αν γίνομαι άδικος με τις φωνές μου ενίοτε. Ειδικά αν παίρνει η μπάλα άθελά μου και ανθρώπους που κάνουν πολύ συνειδητά τη δουλειά τους και πραγματικά τιμούν την (θεωρητική) ιδιότητα του Δημοσιογράφου. Αλλά όχι φίλε μου αγαπημένε. Δεν φταίει το σύνθημα «Αλήτες Ρουφιάνοι Δημοσιογράφοι», ακόμη κι αν περιγράφει μόνο το 23,48% του κλάδου. Ούτε καν απολίτικο δεν είναι. Δυστυχώς είναι κάργα πολιτικό και ιδιαίτερα επίκαιρο*. Αντί λοιπόν να τα βάζεις με εμένα που το βρίσκω λογικό, καλύτερα να δεις γιατί τόσο οι πηγές σου, όσο και ο «πελάτης» σου, σε βλέπει κάθε μέρα ολοένα και πιο εχθρικά. Ίσως θα έπρεπε να έχεις αφουγκραστεί το σύνθημα εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν πρωτοακούστηκε. Θα ήσουν πολύ καλύτερος, όσο καλά κι αν κάνεις τη δουλειά σου σήμερα.

* Αν και προτιμώ το πολύ πιο περιγραφικό της σημερινής πραγματικότητας: «Μπάτσοι, ΤιΒι, Νεοναζί, όλα τα καθάρματα δουλεύουνε μαζί«.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Το παρόν κείμενο έρχεται σε απάντηση διαδικτυακής κόντρας που είχα με τον παλαιό -επίσης διαδικτυακό- φίλο και δημοσιογράφο Άνεμο Ναυτίλο. Η παλαιότερη διαφωνία που είχαμε σχετικά με το σύνθημα, κλιμακώθηκε χθες το βράδυ, με αφορμή την περίπτωση της παραποιημένης συνέντευξης της Τσαλιγοπούλου στο aixmi.gr (συνέντευξη aixmi.grαπάντηση Τσαλιγοπούλουαπάντηση Βελισσαράτου). Ο Άνεμος ισχυρίστηκε -θέλω να πιστεύω στην ενόχλησή του πάνω- ότι έχω κάποια ατζέντα. Ομολογώ ότι μόνο τότε εξοργίστηκα πραγματικά, γιατί η διαφωνία μας έπαιρνε τη μορφή συκοφαντίας από μέρους του. Στην πίεσή μου να μου υποδείξει την ατζέντα μου, σήμερα τελικά εδέησε να πει ότι τα έχω με όλους τους δημοσιογράφους (Τι σόι ατζέντα είναι αυτή τώρα, θα σας γελάσω. Μάλλον για τον Χρυσό Οδηγό πρόκειται). Αντί να χανόμαστε στην μετάφραση των 140 χαρακτήρων του Twitter, έγραψα τις παραπάνω αράδες για να εξηγήσω το πώς αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα του Α-Ρ-Δ.

Άνεμε κάντο ό,τι νομίζεις. Κι αν πιστεύεις ότι εξυπηρετείται κάποια ατζέντα, τότε ειλικρινά εύχομαι τα «ρεπορτάζ» σου να μην έχουν το ίδιο επίπεδο τεκμηρίωσης. Υπόσχομαι ότι θα συνεχίσω να γελάω στο άκουσμα της λέξης «ατζέντα». Αλλά επίσης θα συνεχίσω να οργίζομαι στην δημοσιογραφική αλητεία επώνυμων και ανώνυμων -κυρίως αυτών- συναδέλφων. Και να ξέρεις ότι αν «κριτική πρέπει να ασκούν μόνον οι αλάθητοι», τότε το λειτούργημά σας θα ήταν εντελώς ανούσιο και άχρηστο.

Επίσης το στούντιο του radiobubble είναι ανοικτό, όποτε θέλεις να τα συζητήσουμε on-air.

Ετικέτες: , ,

Σχολίασε άφοβα...

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: